- ιππουρικό οξύ
- Οργανικό οξύ που αποτελείται από ομάδες βενζοϊκού οξέος και γλυκίνης με τύπο C6H5CONHCH2COOH. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα, έχει σημείο τήξης 187,5°C, είναι ευδιάλυτο σε ζεστό νερό ή αλκοόλη, αδιάλυτο στο βενζόλιο και στον διθειάνθρακα και διασπάται από αραιά αλκάλια ή οξέα σε βενζοϊκό οξύ και γλυκόκολλα. Το ι.ο. βρίσκεται στα ούρα των περισσότερων ζώων και του ανθρώπου, ενώ σχηματίζεται στο συκώτι. Ο ζωικός οργανισμός με τον σχηματισμό ι.ο. μετατρέπει ορισμένες δηλητηριώδεις ουσίες σε αβλαβείς. Για παράδειγμα, όταν εισάγονται σε αυτόν βενζοϊκό οξύ ή τα παράγωγά του, κιναμωνικό οξύ ή τολουόλιο, τότε συνθέτει μεγάλες ποσότητες ι.ο., που αποβάλλονται μετά με τα ούρα.
Dictionary of Greek. 2013.